ηλικιώνομαι

ηλικιώνομαι
και ηλικιούμαι (AM ἡλικιοῡμαι, -όομαι) [ηλικία]
1. μεγαλώνω στα χρόνια, ανδρώνομαι, φθάνω σε ώριμη ηλικία, ωριμάζω
2. ενεργ. ηλικιώ και ηλικιώνω
μεγαλώνω, ανατρέφω παιδιά!
νεοελλ.
(η μτχ. παθ. παρακμ.) ηλικιωμένος, -η, -ο
α) ο γέροντας, αυτός που έχει μεγάλη ηλικία
β) αυτός που βρίσκεται σε ώριμη ηλικία («τον έτρεμαν όχι μόνον τα παιδιά αλλά και ηλικιωμένοι», Παπαδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηλικιώνομαι — γίνομαι ώριμος, μεγαλώνω. Μτχ. ηλικιωμένος γέρος: Είμαι αρκετά ηλικιωμένος για να ξαναπαντρευτώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλικίωσις — ἡλικίωσις, ἡ (Μ) [ηλικιώνομαι] η ηλικία του ενήλικου («τῆς γὰρ ἡλικιώσεως ἕβδομον ἦγεν ἔτος», Κ. Μανασσ.) …   Dictionary of Greek

  • ηλικιούμαι — ἡλικιοῡμαι, όομαι (Α) βλ. ηλικιώνομαι …   Dictionary of Greek

  • ωριμάζω — ωρίμασα, ωριμασμένος 1. σχετικά με καρπούς, γίνομαι ώριμος, γουρμάζω: Ωρίμασαν τα μήλα. 2. σχετικά με ανθρώπους, ηλικιώνομαι, φτάνω σε ηλικία γάμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”